- Πακιστανός
- ο, θηλ. Πακιστανή [Πακιστάν]ο κάτοικος τού Πακιστάν ή αυτός που κατάγεται από το Πακιστάν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… … Dictionary of Greek
Αγιούμπ Χαν, Μουχάμαντ — (1907 1969). Πακιστανός στρατιωτικός και πολιτικός. Σταδιοδρόμησε ως στρατιωτικός μέχρι το 1958, οπότε ανέτρεψε με στρατιωτικό πραξικόπημα τον πρόεδρο της χώρας του Μιρζά. Κυβέρνησε δικτατορικά, θεσμοθετώντας νέο απολυταρχικό σύνταγμα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μπούτο, Ζουλφικάρ Άλι — (1928 – 1979). Πακιστανός πολιτικός. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, μιας από τις πλουσιότερες της χώρας. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Μπέρκλεϊ και της Οξφόρδης και, μετά τις σπουδές του, γύρισε στην πατρίδα … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek